πλύσεις

πλύσεις
πλύσις
washing
fem nom/voc pl (attic epic)
πλύσις
washing
fem nom/acc pl (attic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • άρωμα — Μείγμα διαφόρων ουσιών με ευχάριστη οσμή. Στην αρχαιότητα, χρησιμοποιούσαν α. για θυμίαση, κάπνισμα –η γαλλική λέξη parfum και η ιταλική profumo (= άρωμα) προέρχονται από το λατινικό per fumum (= με καπνό)– με καύση ξύλου ή αρωματικών ρητινών… …   Dictionary of Greek

  • ακταία — (actaea). Επιστημονική ονομασία γένους ποωδών, πολυετών φυτών της οικογένειας των ρανουνκουλιδών, με δύο μόνο είδη, ιθαγενή της Ευρώπης, της Ασίας και της βόρειας Αφρικής. Το πρώτο, η α. η σταχυανθής, φυτρώνει και στα δάση της βόρειας Ελλάδας.… …   Dictionary of Greek

  • βυρσοδεψία — Οι τεχνικές και χημικές επεξεργασίες που κάνουν άσηπτα και αδιάβροχα τα δέρματα των ζώων. Η χρήση των δερμάτων για προστατευτικά καλύμματα και ενδύματα έχει τις ρίζες της στους προϊστορικούς χρόνους. Πολυάριθμες ενδείξεις παρουσιάζουν ως… …   Dictionary of Greek

  • λευκόρροια — Βλεννώδης ή βλεννοπυώδης έκκριση από το γυναικείο αιδοίο. Είναι λειτουργικό σύμπτωμα το οποίο παρατηρείται σε διάφορες παθήσεις του κόλπου, του τραχήλου, της μήτρας και σπανιότερα των σάλπιγγων. Είναι δυνατόν να οφείλεται σε φλεγμονή, όγκο ή… …   Dictionary of Greek

  • μητρεγχύτης — ο (Α μητρεγχύτης) σύριγγα με την οποία γίνονται εγχύσεις στη μήτρα ή καθετήρας ο οποίος χρησιμοποιείται για ενδομήτριες πλύσεις. [ΕΤΥΜΟΛ. < μήτρα (Ι) + εγχύτης (< ἐγχύω), πρβλ. ριν εγχύτης] …   Dictionary of Greek

  • μολυβδόνερο — και μολυβόνερο, το (φαρμ.) βασικός οξικός μόλυβδος αραιωμένος με νερό, ο οποίος χρησιμοποιείται σε επιθέματα, καθώς και για πλύσεις λόγω τών στυπτικών ιδιοτήτων του …   Dictionary of Greek

  • πλύση — η / πλύσις, εως, ΝΜΑ [πλύνω] το να πλένει κανείς κάτι ή να πλένεται, ο καθαρισμός με νερό νεοελλ. 1. ο καθαρισμός τών ρούχων με νερό και απορρυπαντικά, η μπουγάδα («έχουμε πλύση») 2. (σχετικά με πληγές) απολυμαίνω με αντισηπτικό («πλύσεις με… …   Dictionary of Greek

  • σίφωνας — Σωλήνας ή αγωγός κυρτός, σε σχήμα περίπου U, που χρησιμοποιείται για τη μετάγγιση υγρών από το ένα δοχείο στο άλλο, όταν το δεύτερο είναι τοποθετημένο κάτω από τη στάθμη του υγρού που περιέχεται στο πρώτο. Η λειτουργία του στηρίζεται στη συνοχή… …   Dictionary of Greek

  • υδροθεραπεία — η, Ν ιατρ. το σύνολο τών θεραπευτικών μεθόδων οι οποίες αξιοποιούν τις φυσικές και χημικές ιδιότητες τού νερού με τις διάφορες μορφές του, καθώς και η εφαρμογή τους, όπως είναι τα λουτρά, οι πλύσεις, οι καταιονισμοί και η κολύμβηση. [ΕΤΥΜΟΛ.… …   Dictionary of Greek

  • χαμάμ — και χαμάμι, το, Ν άκλ. 1. θερμό λουτρό σε ξηρό και θερμό αέρα, που συνήθως ακολουθείται από μαλάξεις και πλύσεις με νερό, τουρκικό λουτρό 2. ο χώρος στον οποίο γίνεται το λουτρό αυτό 3. συνεκδ. κάθε κλειστός και πολύ ζεστός χώρος («χαμάμ έχει… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”